9/1/08

καληνύχτα μέρα...





Βγάζω τα στρατιωτάκια μου από την πλαστική μαύρη σακούλα τα στήνω ξανά,

σε ένα διαφορετικό, μοναδικό σχηματισμό κάθε φορά, γι’ άλλη μια μάχη...

νικητές και ηττημένοι θα καταλήξουν στην ίδια σακούλα, ο ένας πάνω στον άλλο...

όταν η νύχτα έρθει κι εγώ πέσω για ύπνο, αύριο πάλι...

βγάζω γράμματα και λέξεις από τη μαύρη σακούλα του νου, θα τις στήσω ξανά,

σε διαφορετικό σχηματισμό να πολεμήσουν μεταξύ τους και με μένα...

βάζω έναν ήλιο να πέφτει και να λιώνει, σ΄ έναν ορίζοντα, σε μια καλά χτυπημένη θάλασσα να πιω κι αυτό το βράδυ, χωρίς τέλος, παίρνω ένα βότσαλο σημαδεύω εν΄ αστέρι και το πετάω με όλη μου την δύναμη, το πετυχαίνω και κάνω μια ευχή καθώς πέφτει, την ίδια ευχή κάθε βράδυ, αν τη φανερώσω θα ξημερώσει...

οι λέξεις κύματα κτυπούν στο ίδιο ακρογιάλι με σκέψεις, βότσαλα μου τραβούν τα βλέφαρα, κάτω, πιάνω ένα κοχύλι και χαϊδεύω καλοκαίρια στην πλάτη του, ένας σπειροειδής δρόμος στην πλάτη μου, ξεχειλωμένοι κύκλοι στο ίδιο ακρογιάλι,

να πίνω θάλασσα με ήλιο από ένα κοχύλι, με μια ευχή να μην ξημερώσει ποτέ, όμως πάντα ο ήλιος βγαίνει από πίσω μου, ευτυχώς τα βότσαλα αμέτρητα και τ’ αστέρια που χτυπώ και ρίχνω ακόμα πιο πολλά...

όταν σταματήσω να παίζω με τις λέξεις, οι ευχές δεν θα’ χουν γράμματα κι ο ήλιος θα μείνει κρυμμένος στη θάλασσα σαν ένα αστέρι που ‘πεσε από ένα βότσαλο, ευχή μου....χωρίς προσδοκία και παιχνιδιάρες συλλαβές στο μαύρο της νύχτας...

δεν θα μαζέψω τίποτα, θα τ΄ αφήσω όλα έξω από τη μαύρη σακούλα και θα κοιμηθώ

επιτέλους μια νύχτα που θα ‘χει νικήσει τη μέρα...